κολυμπάδα

κολυμπάδα
η зелёные маслины в рассоле

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κολυμπάδα" в других словарях:

  • κολυμπάδα — η (AM κολυμβάς, άδος) (για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη αρχ. 1. το πτηνό κολυμβίς* 2. είδος θάμνου, στοιβή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. άς (πρβλ. δρομ άς, καρκιν άς)] …   Dictionary of Greek

  • αλμάς — ἁλμάς ( άδος), η (Α) [ἅλμη] η ελιά που διατηρείται σε άλμη, αλμυρή, αλατισμένη, κολυμπάδα (με το ουσιαστικό ελαία, ελάα και απόλυτα, χωρίς αυτό) …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβάς — κολυμβάς, άδος, ή (AM) βλ. κολυμπάδα …   Dictionary of Greek

  • νήκτης — νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α) 1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής 2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. της (πρβλ. δέκ της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ + επίθημα τρίς (πρβλ. ψηκ τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • νευστός — ή, όν (Α νευστός, ή, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν) όρος τής οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια τού επιφανειακού υμενίου ήρεμων… …   Dictionary of Greek

  • φθινοπωρίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. ανώμαλος τ. θηλ. τού φθινοπωρινός 2. (ενν. ἐλαία) ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μετωπ ίς)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»